- νάρτη
- νάρτη, ἡ (Α)είδος φυτού που χρησιμοποιούνταν στην αρωματοποιία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νάρτη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νάρδος — Πολυετές φυτό της οικογένειας των Αγρωστιδών ή Γραμινιδών (μονοκοτυλήδονα), αυτοφυές στην Ελλάδα, σε ορεινές και αλπικές βοσκές. Η επιστημονική ονομασία του είναι νάρδος ο σφικτός. Αποκτά τη μορφή πυκνής χαμηλής πρασινόγκριζας τούφας, από την… … Dictionary of Greek